- υφή
- η / ὑφή, ΝΑνεοελλ.1. ο τρόπος ύφανσης ενός υφάσματος («πυκνή υφή»)2. η εσωτερική διάταξη τών μορίων ενός σώματος, φυσική σύνθεση («η υφή τού ξύλου»)3. μτφ. η διάρθρωση και σύνδεση τών μερών λογοτεχνικού έργου4. (μυκητ.) μικροσκοπικό, σωληνόμορφο, διακλαδιζόμενο ή μη, νημάτιο που αποτελεί μη βασική δομική μονάδα τού μυκηλίου τών μυκήτων5. (τροφ. τεχνολ.) το σύνολο τών ιδιοτήτων ενός τροφίμου, οι οποίες εξαρτώνται από τη δομή και το είδος τών επιμέρους στοιχείων που τό αποτελούν και οι οποίες γίνονται αντιληπτές με τις αισθήσεις τής αφής και τής πίεσης κατά τη μάσηση και την κατάποση, αλλ. δομαισθησία ή σύσταση6. φρ. α) «ασκογόνος υφή»(μυκητ.) καθεμία από τις μικρές πολυπύρηνες διακλαδώσεις που αναπτύσσονται από ένα ασκογόνο και οι οποίες δίνουν γένεση σε έναν ή περισσότερους ασκούς η καθεμιάβ) «δεκτική υφή»(μυκητ.) θηλυκό αναπαραγωγικό όργανο τών ουρεδινωδών που δέχεται σπερμάτια αντίθετου φύλουγ) «υφή μόλυνσης»(μυκητ.) εξειδικευμένη υφή παθογόνων για τα φυτά μυκήτων η οποία διατρυπά την εφυμενίδα τού φυτού κατά τη μόλυνσηδ) «υφή-παγίδα»(μυκητ.) εξειδικευμένη υφή ορισμένων αρπακτικών μυκήτων η οποία χρησιμεύει για τη σύλληψη οργανισμών που αποτελούν τροφή για τον μύκηταε) «λεπτή υφή»φυσ.-χημ. όρος που χρησιμοποιείται στη φασματοσκοπία για να χαρακτηρίσει το φαινόμενο τού διαχωρισμού μιας φασματικής γραμμής σε δύο ή περισσότερες συνιστώσες, τα μήκη κύματος τών οποίων διαφέρουν πολύ λίγο μεταξύ τουςστ) «υπέρλεπτη υφή» — βλ. υπέρλεπτος·ζ) «υφή πετρώματος»(πετρογρ.) ο τρόπος διάταξης στον χώρο και ο προσανατολισμός τών ορυκτολογικών συστατικών ενός πετρώματοςαρχ.1. ύφασμα2. ιστός αράχνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ὑφαίνω*].
Dictionary of Greek. 2013.